Page 91 - ΜΕΛΕΤΗ ΤΕΛΙΚΟ SOS
P. 91
γνωστό, ως κρατικός κορπορατισµός ορίζεται το πρότυπο κοινωνικής οργάνωσης όπου το κράτος ενσωµατώνει άµεσα και µε κατασταλτικά µέσα τις οργανωµένες κοινωνικές οµάδες στις δοµές του, αντί να εξασφαλίζει τη θεσµική διαµεσολάβηση των συµφερόντων τους. (Ψηµίτης: 37, 391). Εκ πρώτης όψεως η Ελλάδα, λόγω της διαχρονικής – και µέχρι πρότινος, διαρκούς- κρατικής επέµβασης στην αυτονοµία των συνδικάτων φαίνεται να εντάσσεται στο παραπάνω σχήµα. Μία προσεκτικότερη ανάλυση, παρ’ όλα αυτά, δείχνει ότι η πραγµατικότητα δεν χωρά στο ιδεοτυπικό πλαίσιο του όρου. Είναι µεν αναντίρρητο ότι το κύριο χαρακτηριστικό γνώρισµα των ελληνικών εργασιακών σχέσεων κατά την περίοδο - τουλάχιστον - από το 1955 ως το 1990 ήταν ο αναγκαστικός διακανονισµός των συλλογικών διαπραγµατεύσεων µέσω του θεσµού της κρατικής διαιτησίας του νόµου 3239/1955, που κατέλυε τη συλλογική αυτονοµία, αναθέτοντας την επίλυση των εργατικών διαφορών σε ειδικά διοικητικά διαιτητικά δικαστήρια, µέσω του θεσµού της υποχρεωτικής διαιτησίας. Τα διαιτητικά δικαστήρια ορθά χαρακτηρίζονταν ως δικαστήρια σκοπιµότητας (Κουκουλές 1985), εφόσον εκ των πραγµάτων εφάρµοζαν την οικονοµική πολιτική της κυβέρνησης, η οποία, λόγω των παγίων χαρακτηριστικών δηµοσιονοµικής αυστηρότητας/λιτότητας που τη χαρακτηρίζει, εξ αντικειµένου ταυτιζόταν µε τα συµφέροντα της εργοδοτικής πλευράς. εργοδοτών. Και σαν να µην έφτανε η µέσω των δικαστηρίων επιβολή της κυβερνητικής πολιτικής στη συλλογική αυτονοµία, δύο πρόσθετοι φραγµοί, ο ένας νοµοθετικής και ο άλλος νοµολογιακής προέλευσης, καθιστούσαν τον έλεγχο ασφυκτικό: Αφ΄ ενός το άρθρο 20 παρ. 2 του Ν. 3239/1955 έδινε τη δυνατότητα στους Υπουργούς Συντονισµού και Εργασίας να τροποποιούν ή να µην εγκρίνουν εν όλω ή εν µέρει συλλογική σύµβαση ή απόφαση διαιτησίας σε περίπτωση που η χορηγούµενη αύξηση υπερέβαινε σε ποσοστό το 3% της κυβερνητικής εισοδηµατικής πολιτικής. Αφετέρου, από το 1957 το Συµβούλιο της Επικρατείας έκρινε παγίως παράνοµο το συλλογικό συµβατικό διακανονισµό, ακόµη κι ευνοϊκότερο επί 14 θεµάτων τα οποία είχαν ρυθµιστεί από το νόµο . Ο αυταρχικός όµως αυτός εκ των άνω κρατικός έλεγχος των εργασιακών σχέσεων δεν µπορεί να χαρακτηρισθεί κορπορατιστικός για δύο κυρίως λόγους: α) Αφενός δεν απέκτησε ποτέ οργανικό χαρακτήρα, δεν ενσωµάτωσε δηλαδή πλήρως τα οργανωµένα εργασιακά συµφέροντα, όπως συµβαίνει σε όλες τις µορφές κορπορατισµού, ακόµη και του αυταρχικού/κρατικού, όπως στην περίπτωση της Σαλαζαρικής Πορτογαλίας. Ιδεοτυπικά, ο κορπορατισµός προϋποθέτει έναν υψηλό βαθµό συνδικαλιστικής εκπροσώπησης/συγκέντρωσης και την ιεραρχική εσωτερική 15 δόµηση των οργανώσεων συµφερόντων . Αντιθέτως, στην Ελλάδα οι κρατικές πολιτικές ήταν υπερβολικά αδύνατες, ανίκανες να ελέγξουν πλήρως το εργατικό κίνηµα και να εξασφαλίσουν την ενσωµάτωσή του σε δοµές κρατικού κορπορατισµού, στο βαθµό που συνέχεια του κρατικού κορπορατισµού για το σύνολο σχεδόν των επαγγελµατικών ενώσεων’ (Μαυρογορδάτος, 2001). 14 ΣτΕ (Ολ.) 746/1957, ΣτΕ 1462/1957. 15 Σε αρχετυπικά κορπορατιστικές χώρες, όπως η Αυστρία, η Νορβηγία και η Σουηδία ο κορπορατισµός είναι κεντροθετηµένος γύρω από µαζικές εργατικές συνοµοσπονδίες - ÖGB, LO και LO αντίστοιχα- και εξίσου µαζικά σοσιαλδηµοκρατικά κόµµατα (SPÖ, DNA, και SAP 91
   86   87   88   89   90   91   92   93   94   95   96