Page 90 - ΜΕΛΕΤΗ ΤΕΛΙΚΟ SOS
P. 90
συνεχώς στο κατώτατο σηµείο των διάφορων συγκριτικών δεικτών κορπορατισµού. Έτσι, σε συγκριτική κατάταξη εικοσιτεσσάρων χωρών ο Siaroff (Siaroff, 1999) και σε συγκριτική κατάταξη είκοσι χωρών το 2004 ο Vergunst (Vergunst (2004), που καλύπτουν χρονικά τις τέσσερις τελευταίες δεκαετίες, η Ελλάδα ταξινοµείται µεταξύ των λιγότερο κορπορατιστικών χωρών, συχνά δίπλα σε χώρες αρχετυπικά πλουραλιστικές, όπως οι ΗΠΑ ή η Ν. Ζηλανδία. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι Lijphart και Crepaz (Lijphart & Crepaz 1991: 238) δεν ταξινοµούν καν την Ελλάδα στην κλίµακα που προτείνουν. Η αντίφαση αυτή οφείλεται, εν πολλοίς, στον πρωτεϊκό χαρακτήρα της έννοιας του νεοκορπορατισµού. Ως γνωστό, ο όρος αυτός "ταυτόχρονα υποδηλώνει ένα ιδιαίτερο σύστηµα αντιπροσώπευσης οργάνωσης συµφερόντων (Schmitter 1979: 13, και µια θεσµοποιηµένη διαδικασία χάραξης κοινωνικής πολιτικής, στο πλαίσιο της συνεργασίας των λεγόµενων κοινωνικών εταίρων (Lijphart & Crepaz 1991: 235). Baccaro 2003, Triantafylou 2003). Στο πλαίσιο της δεύτερης έννοιας, οι µεγάλες οργανώσεις εκπροσώπησης συµφερόντων συνεργάζονται η µια µε την άλλη και µε τις δηµόσιες αρχές όχι µόνο σε ό,τι αφορά την διατύπωση και τη διαµεσολάβηση συµφερόντων, αλλά- σε αναπτυγµένες µορφές του – για την επιτακτική κατανοµή πόρων και αγαθών και την εφαρµογή των κοινωνικοοικονοµικών πολιτικών. Στο ίδιο πλαίσιο, κατά τον Pryor, ο κορπορατισµός αποτελεί τύπο οργάνωσης και συντονισµού του καπιταλισµού, στον οποίο η εξουσία λήψης σηµαντικών οικονοµικών αποφάσεων έχει µεταφερθεί από το Κοινοβούλιο και την κυβέρνηση σε ηµι-ιδιωτικές οργανώσεις, που εκπροσωπούν οικονοµικά ή εργασιακά συµφέροντα (Pryor 1988: 317). Για το Woldendorp (Woldendorp 1997: 49–50) ο όρος προσδιορίζει οποιαδήποτε µορφή συνεργασίας µεταξύ κυβέρνησης και εµπλεκοµένων κοινωνικοοικονοµικών οµάδων συµφερόντων εργοδοτών και συνδικάτων, µε σκοπό τη σφυρηλάτηση συναίνεσης για την διαµόρφωση και εφαρµογή των κυβερνητικών οικονοµικών και κοινωνικών πολιτικών. Είναι πρόδηλο ότι, δεν υπάρχει τίποτα πιο αποµακρυσµένο ιδεοτυπικά από το κορπορατιστικό αρχέτυπο, υπό τις δύο τουλάχιστον παραπάνω έννοιες, από την ελληνική περίπτωση. Μέχρι σήµερα και παρά την τοµή που επέφερε ο ν. 1876/90, ο καθορισµός των µισθών, των εργασιακών σχέσεων και εν γένει της κοινωνικοοικονοµικής πολιτικής δεν προκύπτει κυρίως από τις διαπραγµατεύσεις µεταξύ εργοδοτικών και εργατικών οργανώσεων υπό τη θεσµική εγγύηση του κράτους (Ioannou, 2000:97), πράγµα που αποτελεί την ουσία της έννοιας (Windolf 1989, Calmfors & Driffill 1988: 24). 12 Και όµως, η επικρατούσα τάση της ελληνικής βιβλιογραφίας , σε αντανάκλαση της αρχικής διχοτοµικής διάκρισης του Schmitter µεταξύ κρατικού και κοινωνικού 13 κορπορατισµού, θεωρεί την Ελλάδα αντιπροσωπευτική περίπτωση του πρώτου . Ως 12 Με σηµαντικές βεβαίως κριτικές διαφοροποιήσεις. Για παράδειγµα ο Μουζέλης θεωρεί ότι ο λαϊκισµός και όχι ο κρατικός κορπορατισµός αποτελεί το βασικό τρόπο κοινωνικής ενσωµάτωσης («incorporation») µέσω του οποίου το κράτος επιβάλλει τη de facto κηδεµονία του στις οργανώσεις συµφερόντων (Mouzelis 1986:75). Πρβλ. και την κριτική µατιά του Λάβδα (Λάβδας 2004, Lavdas 1997), ο οποίος χρησιµοποιεί µεν τον όρο «κατακερµατισµένος κορπορατισµός», ως ξεχωριστή κατηγορία, χωρίς να δέχεται την Ελλάδα ως περίπτωση κρατικού κορπορατισµού. Βλ. και σηµ. 5. 13 Με βασικό εκπρόσωπο το Μαυρογορδάτο, κατά τον οποίο, και σήµερα, ‘παρά ορισµένα στοιχεία πλουραλισµού ή και κοινωνικού κορπορατισµού, διαπιστώνεται η κυριαρχία και αδιάσπαστη ιστορική 90
   85   86   87   88   89   90   91   92   93   94   95