Page 81 - ΜΕΛΕΤΗ ΤΕΛΙΚΟ SOS
P. 81
Είναι σαφές ότι το συνδικαλιστικό κίνηµα σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες έχει κατορθώσει µια βαθιά και δοµικού τύπου ενσωµάτωση των συλλογικών διαπραγµατεύσεων, όχι µόνο στις κανονιστικές διατάξεις του εθνικού δικαίου, αλλά και στην κοινωνική και συνδικαλιστική νοοτροπία, αναδεικνύοντας τη µορφή και το περιεχόµενο του κοινωνικού διαλόγου σε κεντρικό ζήτηµα της δηµόσιας ζωής και των εργασιακών σχέσεων. Παρ’ όλα αυτά, στο πλαίσιο της διεθνούς οικονοµικής κρίσης, παρατηρείται µια σταδιακή µετατόπιση από ένα «συγκεντρωτικό» µοντέλο συλλογικών διαπραγµατεύσεων, σε ένα περισσότερο «αποκεντρωµένο», µε συνέπεια αυτό να συµβαίνει άλλοτε άναρχα κι άλλοτε ελεγχόµενα και συγκρατηµένα. Παρόλο που στην ελληνική περίπτωση δεν έχει κυριαρχήσει πρακτικά η τάση αποκέντρωσης των συλλογικών διαπραγµατεύσεων - στο βαθµό τουλάχιστον που συναντάται στον ευρωπαϊκό χώρο - κι αυτό για µια σειρά αντικειµενικών και υποκειµενικών παραγόντων (Μοσχονάς - Καριακουλάφη: 2006), στους οποίους δεν µπορούµε να αναφερθούµε εκτενώς στην παρούσα φάση, είναι σαφές ότι στο πλαίσιο της σύγχρονης οικονοµικής κρίσης, η πλευρά του κεφαλαίου ενδιαφέρεται για µια περισσότερο αποκεντρωµένη (Jobert:2007) και κατακερµατισµένη λειτουργία του πλαισίου των συλλογικών διαπραγµατεύσεων, η οποία να στηρίζεται στην ευελιξία της εργασίας και στην απορρύθµιση των εργασιακών σχέσεων. Ειδικότερα, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η τάση, αναφορικά προς την «αποκέντρωση», εκφράστηκε µέσα από την ουσιαστική αµφισβήτηση του ρόλου των κλαδικών συλλογικών συµβάσεων εργασίας και την ποσοτική αύξηση των επιχειρησιακών συµβάσεων, οι οποίες ενέχουν δυσµενέστερους όρους, σε σχέση µε τις κλαδικές Σ.Σ.Ε. (Καριακουλάφη:2002). Από την άλλη πλευρά, η εργατική πλευρά καλείται να αντιµετωπίσει τη µετάλλαξη αυτή και γι’ αυτό απαιτείται να σµιλεύει διαρκώς το πεδίο των ελεύθερων συλλογικών διαπραγµατεύσεων, σε µια προοπτική ανάπτυξης, βελτίωσης και κατοχύρωσης ενός γνήσιου εκδηµοκρατισµού των σύγχρονων εργασιακών σχέσεων, µε στρατηγικό στόχο τη θωράκιση ενός ευρύτερου πλαισίου διεκδικήσεων, το οποίο να καλύπτεται και να προστατεύεται από τις Σ.Σ.Ε. Είναι σαφές ότι, παρά την προσπάθεια σε κεντρικό επίπεδο να χαραχθεί µια ενιαία στρατηγική σε επίπεδο τριτοβάθµιων οργανώσεων εκπροσώπησης, ο πολυσχιδής και σε πολλές περιπτώσεις ιδεολογικά αντιθετικός χαρακτήρας των συνιστωσών του συνδικαλιστικού κινήµατος δε δηµιουργεί πρόσφορες συνθήκες, για µια ενιαία και στρατηγική χάραξη πορείας. Αυτό έχει σαν συνέπεια, σε αρκετές περιπτώσεις, να παρατηρούνται σηµαντικές διαφορές στη χάραξη στρατηγικής ανάµεσα στα επιτελικά συνδικαλιστικά όργανα και τα κλαδικά σωµατεία, τα οποία, µεσούσης της κρίσης, επιφορτίζονται και µε το βάρος της εκπροσώπησης και των ειδικών συµφερόντων τους. Επιπλέον, σε ορισµένες περιπτώσεις η πολυφωνία και οι αντιθέσεις δηµιουργούν ένα «αµάλγαµα» περιπτώσεων, το οποίο καθίσταται αδύνατο να υπερβληθεί διαλεκτικά, περιέχοντας άλλοτε µια εφήµερη σύµπνοια και ταύτιση, άλλοτε σηµαντικές διαφορές, άλλοτε µια µείξη και των δύο και άλλοτε τίποτα από όλα αυτά. Αναµφίβολα, ο ρόλος των Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. είναι να διαµορφώνουν το πλαίσιο και να δηµιουργούν ένα minimum consensus µεταξύ των κοινωνικών εταίρων, προωθώντας πολλές φορές τη βελτίωση της υφιστάµενης νοµοθεσίας. Στην περίπτωση που θα υπήρχε ένας κοινός συντονισµός και µια διαχρονικά κοινή στρατηγική συν-αντίληψη, το πλαίσιο αυτό θα µπορούσε να αποτελέσει έναν οδηγό για µια «ευθυγράµµιση» των Σ.Σ.Ε. και τη 81
   76   77   78   79   80   81   82   83   84   85   86