Page 39 - ΜΕΛΕΤΗ ΤΕΛΙΚΟ SOS
P. 39
είναι στατιστικά σηµαντικός µόνον για τις µεταβολές στον αριθµό των επιχειρησιακών Σ.Σ.Ε., τόσο την περίοδο 1990-1999, όσο και την περίοδο από 2000-2008, ενώ δεν ισχύει το ίδιο για τις Κλαδικές Σ.Σ.Ε. Ως αποτέλεσµα αυτών των αλλαγών και των συσχετίσεων, η δοµή των συλλογικών διαπραγµατεύσεων την περίοδο 1990-2008, όπως περιγράφεται από τους δείκτες του Πίνακα 7 (σελ.48), περιλαµβάνει κατά µέσο όρο, εκτός από την Εθνική Γενική Σ.Σ.Ε., σχεδόν 100 Κλαδικές Σ.Σ.Ε., σχεδόν 90 Οµοιοεπαγγελµατικές ΣΣΕ και σχεδόν 150 Επιχειρησιακές Σ.Σ.Ε. Σε αυτή τη δοµή, µεταξύ των επιµέρους περιόδων 1990-1999 και 2000-2008, παρά την υποεκτίµηση του αριθµού των Σ.Σ.Ε., που προκαλείται από τα διαθέσιµα στοιχεία, κυρίως κατά την περίοδο 2000-2008 λόγω του φαινόµενου των διετούς διάρκειας Σ.Σ.Ε., ο αριθµός των Κλαδικών Σ.Σ.Ε. είναι σταθερός σε ένα επίπεδο και παρουσιάζει µικρή αυξητική τάση, δείχνοντας ότι οι Κλαδικές Σ.Σ.Ε. βρίσκονται στο κέντρο της δοµής του συστήµατος των συλλογικών διαπραγµατεύσεων και δηµιουργούν τον «πυρήνα» της. Ο αριθµός των Οµοιοεπαγγελµατικών Σ.Σ.Ε. είναι επίσης σταθερός αν και ενδέχεται να δηµιουργείται πιθανή πτωτική τάση την τελευταία πενταετία, και ο αριθµός των Επιχειρησιακών Σ.Σ.Ε. χαρακτηρίζεται από αυξητική τάση µεταξύ του 1990-1999 και του 2000-2008. 1. 6 Οι αλλαγές στη ∆οµή των Συλλογικών ∆ιαπραγµατεύσεων µετά την εφαρµογή του Ν. 1876/ 90 Ο ρόλος της εργατικής νοµοθεσίας στην διαµόρφωση της κάθε ζωντανής και εξελισσόµενης εθνικής δοµής των συλλογικών διαπραγµατεύσεων είναι κοινά αποδεκτή στη διεθνή βιβλιογραφία (βλ. π.χ. Sciarra, 2006). Ωστόσο, έχει από δεκαετιών αναγνωρισθεί (Guigni, 1967, Clegg, 1976, Cordoba, 1987, Windmuller, 1987) ότι είναι κυρίως η διαπραγµατευτική συµπεριφορά των εργατικών και των εργοδοτικών ενώσεων που επηρεάζει τον τρόπο, που τα συστήµατα συλλογικής διαπραγµάτευσης διαµορφώνονται και «ενσωµατώνονται» στην οικονοµία και στη νοµοθεσία. Ως προς τη διαµόρφωση της δοµής των συλλογικών διαπραγµατεύσεων στην Ελλάδα, κατά την πρώτη περίοδο εφαρµογής του ισχύσαντος θεσµικού πλαισίου του Ν. 3239/55, έχει ήδη τεκµηριωθεί (Ιωάννου, 1995:76) ότι «είχε προσδιορίσει τα επίπεδα συλλογικής διαπραγµάτευσης και, κατά συνέπεια, το είδος των συλλογικών φορέων διαπραγµάτευσης (bargaining units), που δικαιούνται να συνάπτουν προκαθορισµένα είδη Σ.Σ.Ε.» και µέσω αυτής «επέδρασε ευθέως στη δοµή του συνδικαλισµού στην Ελλάδα». Μετά την υιοθέτηση του Ν. 1876/90, το ερώτηµα είναι σε ποιο βαθµό η δοµή του συστήµατος συλλογικών διαπραγµατεύσεων που διαµορφώθηκε, είναι πράγµατι µία νέα δοµή. Σε ποιο βαθµό προέρχεται από µεταβολές που οφείλονται στην αλλαγή του νοµικού πλαισίου, σε ποιο βαθµό οι µεταβολές συνδέονται µε τη στατιστική καταγραφή των Σ.Σ.Ε. (και ∆.Α.) ανά είδος, καθεαυτή (δηλαδή µε τον χαρακτηρισµό των Σ.Σ.Ε. και την ταξινόµησή τους), και, συνεπώς, ποια είναι εντέλει τα στοιχεία συνέχειας και ποια τα στοιχεία αλλαγών που παρατηρούνται µετά την υιοθέτηση του Ν.1876/90. 39
   34   35   36   37   38   39   40   41   42   43   44