Page 25 - ΜΕΛΕΤΗ ΤΕΛΙΚΟ SOS
P. 25
Πρώτον, του επιπέδου της επιχείρησης. ΄Οταν επιχειρήσεις και εργαζόµενοι επιλέγουν ή επιτυγχάνουν να διαπραγµατεύονται τους όρους και τις συνθήκες εργασίας στο επίπεδο των µεµονωµένων επιχειρήσεων ή εγκαταστάσεων (π.χ. εργοστασίων) της επιχείρησης. Σε χώρες όπως ο Καναδάς, η Ιαπωνία, η Κορέα και οι Η.Π.Α. υπάρχει µία ιστορική παράδοση διαπραγµατεύσεων σε αυτό το επίπεδο. Χώρες όπως το Ηνωµένο Βασίλειο, η Νέα Ζηλανδία και αρκετές χώρες της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης εντάχθηκαν σε αυτή την κατηγορία, τις τελευταίες δεκαετίες ή τα τελευταία χρόνια. ∆εύτερον, του εθνικού επιπέδου. ΄Οταν, στον αντίποδα της πρώτης κατηγορίας των κυρίως Επιχειρησιακών συλλογικών διαπραγµατεύσεων, εθνικές συνδικαλιστικές οργανώσεις και εργοδοτικές ενώσεις επιλέγουν ή επιτυγχάνουν να συµµετέχουν σε διακλαδικές συλλογικές διαπραγµατεύσεις σε εθνικό επίπεδο «καλύπτοντας» το σύνολο της οικονοµίας ή τα µεγαλύτερα τµήµατα της οικονοµίας. Βόρειες ευρωπαϊκές χώρες (π.χ. οι του λεγόµενου «σκανδιναβικού µοντέλου» Σουηδία, Νορβηγία, κλπ, αλλά όχι µόνον αυτές) χαρακτηρίζονται από παρόµοιου τύπου συλλογικές διαπραγµατεύσεις και Σ.Σ.Ε., οι οποίες, ωστόσο, παρατηρούνται και σε συστήµατα που βασίζονταν στη ∆ιαιτησία, όπως στην Αυστραλία. Τρίτον, του «ενδιάµεσου» επιπέδου συλλογικών διαπραγµατεύσεων, µεταξύ επιχειρησιακού και εθνικού. ΄Οταν ενώσεις επιχειρήσεων και συνδικαλιστικές ενώσεις επιλέγουν ή επιτυγχάνουν να διαπραγµατεύονται τους όρους και τις συνθήκες εργασίας, στο επίπεδο των επιµέρους τοµέων ή κλάδων της οικονοµίας. Στις περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ηπείρου έχει υπάρξει µακρόχρονη παράδοση συλλογικών διαπραγµατεύσεων σε αυτά τα «Ενδιάµεσα» επίπεδα. Η τυχόν πρωτοκαθεδρία ενός εκ των ανωτέρω επιπέδων συλλογικής διαπραγµάτευσης σε µία δοµή συλλογικών διαπραγµατεύσεων προσδιορίζει το βαθµό «συγκεντρωτισµού» (όταν την πρωτοκαθεδρία έχουν οι εθνικής κλίµακας συλλογικές διαπραγµατεύσεις και Σ.Σ.Ε.) ή «αποκέντρωσης» (όταν την πρωτοκαθεδρία έχουν οι Επιχειρησιακές συλλογικές διαπραγµατεύσεις και Σ.Σ.Ε.) µίας δοµής και ενός εθνικού συστήµατος συλλογικών διαπραγµατεύσεων. Στη διεθνή βιβλιογραφία περιλαµβάνονται αναλυτικές µεθοδολογίες και επεξεργασίες συγκριτικών αναλύσεων των δοµών διαπραγµάτευσης σε κράτη και εθνικά συστήµατα συλλογικών εργασιακών σχέσεων (βλ. Iversen 1999, Ochel 2000, Traxler et al. 2001, Kenworthy 2001a, Golden et al. 2006). Ωστόσο, όπως έχει σηµειώσει ο Kenworthy (2001b), οι αβεβαιότητες και οι ασυµφωνίες ως προς την αξιολόγηση και τον χαρακτηρισµό/ ταξινόµηση των πρακτικών της συλλογικής διαπραγµάτευσης παραµένουν, οδηγώντας συχνά σε διαφοροποιηµένες και αποκλίνουσες ταξινοµήσεις. Ούτως ή άλλως, η Ελλάδα, λόγω έλλειψης στοιχείων και έγκυρων επεξεργασιών κατά κανόνα, ακόµη απουσιάζει από αυτές τις συγκριτικές αναλύσεις. Η πλέον πρόσφατη συγκριτική επισκόπηση της διαχρονικής εξέλιξης των δοµών συλλογικής διαπραγµάτευσης στις οικονοµικά ανεπτυγµένες χώρες για την περίοδο 1970-2000, ανά πενταετία, περιλαµβάνεται σε ανάλυση του Ο.Ο.Σ.Α. (OECD 2004, Chapter 3), στην οποία επίσης δεν περιλαµβάνεται η Ελλάδα. Στην εν λόγω ανάλυση η αρχική ταξινόµηση σε τρεις κατηγορίες συγκέντρωσης/ αποκέντρωσης της δοµής των συλλογικών διαπραγµατεύσεων έχει εµπλουτισθεί/ αναπτυχθεί περαιτέρω, σε πέντε κατηγορίες, όπου περιλαµβάνονται συνδυασµοί των τριών βασικών επιπέδων συλλογικών διαπραγµατεύσεων (OECD 2004:151). Οι πέντε κατηγορίες ταξινόµησης 25
   20   21   22   23   24   25   26   27   28   29   30